- αγχιστεύω
- ἀγχιστεύω (Α)1. βρίσκομαι κοντά ή πάρα πολύ κοντά σε κάποιον ή κάτι: «γῆ ἀγχιστεύουσα πόντῳ» (Ευρ. Τρωάδες, στίχ. 224)2. είμαι ο νόμιμος κληρονόμος κάποιου που πέθανε, λόγω στενής συγγένειάς μου προς αυτόν3. (στην ΠΔ) α) «ἀγχιστεύω τινά», εκτελώ καθήκοντα συγγενούς προς κληρονόμο κόρη, τήν παίρνω ως σύζυγο (όπως οι παλαιότεροι τις επικλήρους*)β) (με τη λ. κληρονομία) κληρονομώ: «κληρονομίαν ἀγχιστεύειν»γ) παθ. «ἀγχιστεύομαι», αποκλείομαι από κάποιο δικαίωμα: «ἠγχιστεύθησαν ἀπὸ τῆς ἱερατείας», αποκλείστηκαν από αυτήν, επειδή δεν αποδείχθηκε η καταγωγή τους, δεδομένου ότι το ιερατικό αξίωμα ήταν κληρονομικό (Έσδρας Β΄, 2, 62 και Νεεμίας ζ΄, 64).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχιστος.ΠΑΡ. ἀγχιστευτής].
Dictionary of Greek. 2013.